RECITE - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

RECITE - translation to αραβικά

ACT OF RECITING FROM MEMORY, OR A FORMAL READING OF VERSE OR OTHER WRITING BEFORE AN AUDIENCE
Discussion section; Reciting; Recite; Recitation in Islam; Public recitation
  • Bellum Gallicum]]'' 1,1, spoken by a German, exaggerated to hear the stressed syllables.

RECITE         

الفعل

ألقى; سرد; سمع الدرس; روى

recite         
فِعْل : يتلو أو يُلقي . يروي . يَسْرد . يسمِّع الطالبُ درساً
recite         
تلان ألقي، أنشد

Ορισμός

recite
(recites, reciting, recited)
1.
When someone recites a poem or other piece of writing, they say it aloud after they have learned it.
They recited poetry to one another.
VERB: V n
2.
If you recite something such as a list, you say it aloud.
All he could do was recite a list of Government failings...
VERB: V n

Βικιπαίδεια

Recitation

A recitation in a general sense is the act of reciting from memory, or a formal reading of verse or other writing before an audience.

Public recitation is the act of reciting a work of writing before an audience.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για RECITE
1. Schoolchildren recite it like the Pledge of Allegiance.
2. Lightfoot‘s song does more than recite the facts.
3. "We have American flags, we recite the national anthem.
4. They dutifully recite the suggestions given to them.
5. She even managed to recite the Lord‘s Prayer with us.